Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ...


Πέρασαν περίπου 8 μήνες από εκείνη τη βραδιά που βγήκαμε στο σ’ εκείνο το μπαράκι στην κοιλάδα. Εγώ, αυτή κι ο κολλητός μου. Απόψε θα γνωρίσεις τη Λία, μου είχε πεί από νωρίς. Και την γνώρισα. Την συμπάθησα αμέσως. Όμορφη, έξυπνη, άνετη και φιλική. Άλλωστε γνωρίζοντας το γούστο του κολλητού μου, κάτι τέτοιο περίμενα. Και δεν με απογοήτευσε.
Εκείνο το βράδυ περάσαμε όμορφα. Ήπιαμε, μιλήσαμε, γελάσαμε, συζητήσαμε. Έμαθα πράγματα για αυτήν, για τη σχέση της με τον φίλο μου, και για τα μελλοντικά τους σχέδια.

Όμως ήξερα τον κολλητό μου και την αδυναμία του να μείνει σε μια σχέση για πολύ καιρό, αφού ήταν φανατικός εργένης.
«παντρέψου να γίνεις άνθρωπος» τον πείραζα, κι εκείνος μου απαντούσε: «αυτά τα πράματα είναι για εσάς, εγώ έχω ακόμα πολλά να κάνω»…

Από την άλλη έβλεπα ότι η Λία ασκούσε μια περίεργη επίδραση πάνω του και τον έκανε να βγάζει μια εικόνα που δεν είχα ξαναδεί χωρίς όμως να μπορώ να εξηγήσω τι ήταν αυτό.
Και κάπου εκεί μεταξύ τρίτης και τέταρτης βότκας και την ώρα που ο κολλητός μου έλειπε στην τουαλέτα έφτασε η συζήτηση στο κρίσιμο ερώτημα: πόσο μπορεί μια γυναίκα να αλλάξει έναν άνδρα; και μια που μιλούσαμε για τον συγκεκριμένο άνδρα, πόσο θα μπορούσε αυτή να αλλάξει τον κολλητό μου;
Εγώ που ήξερα καλά τον φίλο μου, το πείσμα του, την τρέλα του, την αγάπη του στην ελευθερία, και την αδυναμία του να εγκλωβιστεί στα πρέπει και τις υποχρεώσεις μιάς σχέσεις αντέδρασα.
«αποκλείεται να αλλάξει, καμιά γυναίκα δεν θα μπορέσει να το κάνει αυτό» επέμενα.
«βάζεις ένα στοίχημα ότι μέχρι τέλος του χρόνου θα βλέπεις τον φίλο σου και δεν θα τον αναγνωρίζεις;» με προκάλεσε.
«ότι στοίχημα θες» απάντησα, σίγουρος ότι το είχα ήδη κερδίσει.

Το στοίχημα ορίστηκε ως εξής: όποιος έχανε θα πλήρωνε στον άλλο ένα τατουάζ που θέλαμε και οι δυο να χτυπήσουμε.

Από εκείνο το βράδυ πέρασε αρκετός καιρός. Βγήκαμε κι άλλες φορές οι τρείς μας, και απ’ ότι φαινόταν ο φίλος μου και η Λία τα πήγαιναν πολύ καλά. Ο καιρός περνούσε και το στοίχημα είχε ξεχαστεί. Όμως κάτι άλλαζε…

Στις αρχές πειράζοντας τον, όταν του έλεγα ότι θα γίνω κουμπάρος, γελούσε και μου απαντούσε ότι μάλλον θα μείνω με την όρεξη, αργότερα ότι θα το σκεφτεί , ενώ τελευταία δεν απαντούσε καθόλου. Μάλιστα τους τελευταίους μήνες τον έβλεπα όλο και πιο σκεπτικό σαν κάτι να τον απασχολούσε, δεν ήθελε να βγαίνει όπως παλιά και όταν πλέον η συζήτηση έφτανε στη σχέση του με τη Λία, μου έλεγε ότι είναι η ιδανική κοπέλα για σύζυγος και μητέρα, και ότι αν αποφάσιζε να παντρευτεί μια τέτοια γυναίκα θα ήθελε…

Άρχισα να αναρωτιέμαι που πήγε ο φανατικός εργένης που γνώριζα, αυτός που μισούσε τη «σκλαβιά» του γάμου, και όλα τα παρελκυόμενα.

Τον τελευταίο μήνα τον έχασα. Λίγο η δουλειά μου παραπάνω, λίγο η δικιά του δεν βρεθήκαμε και πολλές φορές αν και μιλούσαμε στο τηλέφωνο σχεδόν καθημερινά. Μου έλεγε ότι έπρεπε να πάρει αποφάσεις, ότι η σχέση του με τη Λία έφτασε σε εκείνο το σημείο όπου έπρεπε ή να προχωρήσει παρακάτω ή να χωρίσει.

Ζοριζόταν. Μέσα του συγκρούονταν δυο διαφορετικά πρόσωπα.
«πως θα καταφέρω να δαμάσω τον εαυτό μου:» με ρωτούσε «φοβάμαι μήπως δεν τα καταφέρω»…

Από τη μια είχε βρει αυτό που έψαχνε, από την άλλη δεν ήθελε να αφήσει αυτό που είχε…

Πέρασε μια βδομάδα από την τελευταία φορά που βγήκαμε μαζί…

Το τηλέφωνο χτύπησε πριν από μία ώρα. Στην γραμμή ακούστηκε η φωνή του φίλου μου.
«το άλλο Σάββατο τι κάνεις;» με ρώτησε.
«δεν έχω κανονίσει κάτι» του απάντησα, «έχεις κάτι καλό να προτείνεις;»
«ναι έχω» μου απάντησε.
Περίμενα να ακούσω τη συνέχεια, ενώ προσπαθούσα να μαντέψω τι μπορεί έχει να μου πει. Σ’ ότι σκέφτηκα έπεσα έξω.
Μια άλλη φωνή συνέχισε εκεί απ’ όπου ο φίλος μου σταμάτησε. Φωνή γνώστή, γυναικεία.
«το άλλο Σάββατο αρραβωνιαζόμαστε, και θέλουμε να έρθεις στους αρραβώνες» μου απάντησε η φωνή της Λίας.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις άκουσα, και η φωνή του κολλητού μου ακούστηκε πάλι.
«φίλε λύγισα, το κάστρο έπεσε» μου αποκρίθηκε χαριτολογώντας.
«επιτέλους να γίνεις και συ άνθρωπος» του απάντησα γελώντας.
«συγχαρητήρια παιδιά»…

Χάρηκα πολύ μετά από αυτό το τηλεφώνημα.

Ίσως γιατί άκουσα το φίλο μου για πρώτη φορά να μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για μια γυναίκα
Ίσως γιατί κατά βάθος πιστεύω ότι ταιριάζουν μεταξύ τους.
Ίσως γιατί μ’ αρέσει οι ιστορίες να τελειώνουν όπως στις ελληνικές ταινίες με το παλικάρι να παντρεύεται την εκλεκτή της καρδιάς του.
Ίσως γιατί κατά βάθος είμαι ρομαντικός. (αν και ποτέ δεν το παραδέχομαι)

Πάντως το στοίχημα το έχασα…
Χαλάλι όμως…

2 σχόλια:

ΔΙΟΝΥΣΟΣ είπε...

Εμ έχουνε τα θηλυκά μια δύναμη πυρός που δύσκολα η θάλασσα της πνίγει. Και το παληκάρι δεν είναι θαλασσινός έτσι;;........

Ανώνυμος είπε...

Πιστεύω ότι η ιστορία δεν τελειώνει με έναν αρραβώνα.Το αντίθετο μάλιστα,ξεκινά με την ανταλλαγή της δέσμευσης για αμοιβαία αγάπη,πίστη και συντροφικότητα.Το μεγάλο στοίχημα κερδίζεται σ αυτά τα τρία σημεία και με την προοπτική διάρκειας χρόνου που να οδηγεί σε μεγαλύτερη και βαθύτερη,πιο ουσιαστική σχέση δυο ανθρώπων.